- παρακατεσθίω
- παρακατ-εσθίω,A eat with something else, Sotad.Com.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακατεσθίω — Α τρώω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τοὖψον μασᾱται, παρακατεσθίει δ ἐμέ», Σωτάδ.) … Dictionary of Greek